ανοξείδωτος

ανοξείδωτος
-η, -ο
(για μέταλλα) αυτός που δεν οξειδώνεται, δεν σκουριάζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανοξείδωτος — η, ο αυτός που δεν έπαθε οξείδωση: Τόσα χρόνια έχουμε τα μαχαίρια αυτά και μένουν ανοξείδωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • ασκούριαστος — η, ο (και ασκωρίαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσβληθεί από σκουριά, ο ανοξείδωτος …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”